μιλιταρίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μιλιταρίστρια | οι | μιλιταρίστριες |
| γενική | της | μιλιταρίστριας | των | μιλιταριστριών |
| αιτιατική | τη | μιλιταρίστρια | τις | μιλιταρίστριες |
| κλητική | μιλιταρίστρια | μιλιταρίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μιλιταρίστρια < μιλιταριστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Μεταφράσεις
μιλιταρίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.