μικροτραύμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικροτραύμα τα μικροτραύματα
      γενική του μικροτραύματος των μικροτραυμάτων
    αιτιατική το μικροτραύμα τα μικροτραύματα
     κλητική μικροτραύμα μικροτραύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροτραύμα < μικρο- + τραύμα

Ουσιαστικό

μικροτραύμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.