μικροτραυματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μικροτραυματισμός | οι | μικροτραυματισμοί |
| γενική | του | μικροτραυματισμού | των | μικροτραυματισμών |
| αιτιατική | τον | μικροτραυματισμό | τους | μικροτραυματισμούς |
| κλητική | μικροτραυματισμέ | μικροτραυματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροτραυματισμός < μικρο- + τραυματισμός[1]
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μικροτραυματισμός
|
|
- μικροτραυματισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.