μικροτραυματισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροτραυματισμός οι μικροτραυματισμοί
      γενική του μικροτραυματισμού των μικροτραυματισμών
    αιτιατική τον μικροτραυματισμό τους μικροτραυματισμούς
     κλητική μικροτραυματισμέ μικροτραυματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροτραυματισμός < μικρο- + τραυματισμός[1]

Ουσιαστικό

μικροτραυματισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.