μικροσυμπλοκή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροσυμπλοκή | οι | μικροσυμπλοκές |
| γενική | της | μικροσυμπλοκής | των | μικροσυμπλοκών |
| αιτιατική | τη | μικροσυμπλοκή | τις | μικροσυμπλοκές |
| κλητική | μικροσυμπλοκή | μικροσυμπλοκές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μικροσυμπλοκή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.