φούρνος μικροκυμάτων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φούρνος μικροκυμάτων, απόδοση του αγγλικού όρου microwave oven
Ποτήρι μέσα σε φούρνο μικροκυμάτων.
 δείτε τις λέξεις φούρνος και μικροκύματα

Πολυλεκτικός όρος

φούρνος μικροκυμάτων αρσενικό

  • ηλεκτρική συσκευή με κλειστό θάλαμο, που ζεσταίνει φαγητό χρησιμοποιώντας ακτινοβολία μικροκυμάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.