μικράνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μικράνθρωπος | οι | μικράνθρωποι |
| γενική | του | μικρανθρώπου | των | μικρανθρώπων |
| αιτιατική | τον | μικράνθρωπο | τους | μικρανθρώπους |
| κλητική | μικράνθρωπε | μικράνθρωποι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μικράνθρωπος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.