μετρ ντ'οτέλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετρ ντ'οτέλ < γαλλική maître d'hôtel
Ουσιαστικό
μετρ ντ'οτέλ αρσενικό άκλιτο
- ο υπεύθυνος της ομάδας σερβιτόρων σε εστιατόριο ή ξενοδοχείο
- (γαστρονομία) είδος αρωματισμένου μαλακού βουτύρου της γαλλικής κουζίνας (στο οποίο έχει προστεθεί αλάτι, πιπέρι, μαϊντανός και χυμός λεμονιού)
- μαιτρ ντ'οτέλ
- μετρ
-
maître d'hôtel στη γαλλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.