μετρ ντ'οτέλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μετρ ντ'οτέλ < γαλλική maître d'hôtel

Ουσιαστικό

μετρ ντ'οτέλ αρσενικό άκλιτο

  1. ο υπεύθυνος της ομάδας σερβιτόρων σε εστιατόριο ή ξενοδοχείο
  2. (γαστρονομία) είδος αρωματισμένου μαλακού βουτύρου της γαλλικής κουζίνας (στο οποίο έχει προστεθεί αλάτι, πιπέρι, μαϊντανός και χυμός λεμονιού)

  • μαιτρ ντ'οτέλ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.