μετεμψυχωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετεμψυχωτικός η μετεμψυχωτική το μετεμψυχωτικό
      γενική του μετεμψυχωτικού της μετεμψυχωτικής του μετεμψυχωτικού
    αιτιατική τον μετεμψυχωτικό τη μετεμψυχωτική το μετεμψυχωτικό
     κλητική μετεμψυχωτικέ μετεμψυχωτική μετεμψυχωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετεμψυχωτικοί οι μετεμψυχωτικές τα μετεμψυχωτικά
      γενική των μετεμψυχωτικών των μετεμψυχωτικών των μετεμψυχωτικών
    αιτιατική τους μετεμψυχωτικούς τις μετεμψυχωτικές τα μετεμψυχωτικά
     κλητική μετεμψυχωτικοί μετεμψυχωτικές μετεμψυχωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετεμψυχωτικός < μετεμψύχωση + -τικός

Επίθετο

μετεμψυχωτικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.