μετεγκατάσταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετεγκατάσταση οι μετεγκαταστάσεις
      γενική της μετεγκατάστασης* των μετεγκαταστάσεων
    αιτιατική τη μετεγκατάσταση τις μετεγκαταστάσεις
     κλητική μετεγκατάσταση μετεγκαταστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετεγκαταστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετεγκατάσταση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μετεγκατάσταση θηλυκό

  1. η μεταφορά μιας εγκατάστασης σε άλλο μέρος
  2. (πληροφορική) migration: η μεταφορά αρχείων ή και προγραμμάτων από έναν υπολογιστή σε έναν άλλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.