μετεγγραφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετεγγραφή | οι | μετεγγραφές |
| γενική | της | μετεγγραφής | των | μετεγγραφών |
| αιτιατική | τη | μετεγγραφή | τις | μετεγγραφές |
| κλητική | μετεγγραφή | μετεγγραφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετεγγραφή < μετεγγράφω + -ή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.