μεταστοιχείωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταστοιχείωση οι μεταστοιχειώσεις
      γενική της μεταστοιχείωσης* των μεταστοιχειώσεων
    αιτιατική τη μεταστοιχείωση τις μεταστοιχειώσεις
     κλητική μεταστοιχείωση μεταστοιχειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταστοιχειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταστοιχείωση <  δείτε τις λέξεις μετα-, στοιχείο και -ωση

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.stiˈçi.o.si/

Ουσιαστικό

μεταστοιχείωση θηλυκό

  • (φυσική) στην πυρηνική φυσική χαρακτηρίζεται η μετατροπή ενός χημικού στοιχείου σε κάποιο άλλο στοιχείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.