μεταστοιχειώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
μεταστοιχειώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταστοιχειώνω
- θα μεταστοιχειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταστοιχειώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μεταστοιχειώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταστοιχείωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.