μεταξότριχα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταξότριχα οι μεταξότριχες
      γενική της μεταξότριχας των μεταξοτριχών
    αιτιατική τη μεταξότριχα τις μεταξότριχες
     κλητική μεταξότριχα μεταξότριχες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταξότριχα < μετάξι + -ο- + τρίχα

Ουσιαστικό

μεταξότριχα θηλυκό

  1. μεταξένια κλωστή
  2. μισινέζα / μεσινέζα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.