μεταμίσθωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταμίσθωση οι μεταμισθώσεις
      γενική της μεταμίσθωσης των μεταμισθώσεων
    αιτιατική τη μεταμίσθωση τις μεταμισθώσεις
     κλητική μεταμίσθωση μεταμισθώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταμίσθωση < μεταμισθώνω + -ση

Ουσιαστικό

μεταμίσθωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.