μεταλλογνωσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταλλογνωσία | οι | μεταλλογνωσίες |
| γενική | της | μεταλλογνωσίας | των | μεταλλογνωσιών |
| αιτιατική | τη | μεταλλογνωσία | τις | μεταλλογνωσίες |
| κλητική | μεταλλογνωσία | μεταλλογνωσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
μεταλλογνωσία < μέταλλο + -γνωσία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Metallkunde
Ουσιαστικό
μεταλλογνωσία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.