μετακάρπιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετακάρπιος | η | μετακάρπια | το | μετακάρπιο |
| γενική | του | μετακάρπιου | της | μετακάρπιας | του | μετακάρπιου |
| αιτιατική | τον | μετακάρπιο | τη | μετακάρπια | το | μετακάρπιο |
| κλητική | μετακάρπιε | μετακάρπια | μετακάρπιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετακάρπιοι | οι | μετακάρπιες | τα | μετακάρπια |
| γενική | των | μετακάρπιων | των | μετακάρπιων | των | μετακάρπιων |
| αιτιατική | τους | μετακάρπιους | τις | μετακάρπιες | τα | μετακάρπια |
| κλητική | μετακάρπιοι | μετακάρπιες | μετακάρπια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετακάρπιος < μετακάρπιο + -ος
Μεταφράσεις
μετακάρπιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.