μεταβολίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταβολίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταβολίζω
Ρήμα
μεταβολίζομαι, πρτ.: μεταβολιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταβολιστώ, αόρ.: μεταβολίστηκα, μτχ.π.π.: μεταβολισμένος
- υφίσταμαι μεταβολισμό
- οι περισσότερες τροφές μεταβολίζονται στο λεπτό έντερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μεταβολίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.