μεταβάπτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεταβάπτισμα τα μεταβαπτίσματα
      γενική του μεταβαπτίσματος των μεταβαπτισμάτων
    αιτιατική το μεταβάπτισμα τα μεταβαπτίσματα
     κλητική μεταβάπτισμα μεταβαπτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταβάπτισμα < μεσαιωνική ελληνική μεταβαπτίζω + -μα

Ουσιαστικό

μεταβάπτισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.