μεταβαπτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταβαπτίζω < μεσαιωνική ελληνική μεταβαπτίζω < αρχαία ελληνική βαπτίζω
- μεταβαφτίζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μεταβάπτισμα
- μεταβάπτισις
- → δείτε τις λέξεις μετά και βαπτίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταβαπτίζω | μεταβάπτιζα | θα μεταβαπτίζω | να μεταβαπτίζω | μεταβαπτίζοντας | |
| β' ενικ. | μεταβαπτίζεις | μεταβάπτιζες | θα μεταβαπτίζεις | να μεταβαπτίζεις | μεταβάπτιζε | |
| γ' ενικ. | μεταβαπτίζει | μεταβάπτιζε | θα μεταβαπτίζει | να μεταβαπτίζει | ||
| α' πληθ. | μεταβαπτίζουμε | μεταβαπτίζαμε | θα μεταβαπτίζουμε | να μεταβαπτίζουμε | ||
| β' πληθ. | μεταβαπτίζετε | μεταβαπτίζατε | θα μεταβαπτίζετε | να μεταβαπτίζετε | μεταβαπτίζετε | |
| γ' πληθ. | μεταβαπτίζουν(ε) | μεταβάπτιζαν μεταβαπτίζαν(ε) |
θα μεταβαπτίζουν(ε) | να μεταβαπτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταβάπτισα | θα μεταβαπτίσω | να μεταβαπτίσω | μεταβαπτίσει | ||
| β' ενικ. | μεταβάπτισες | θα μεταβαπτίσεις | να μεταβαπτίσεις | μεταβάπτισε | ||
| γ' ενικ. | μεταβάπτισε | θα μεταβαπτίσει | να μεταβαπτίσει | |||
| α' πληθ. | μεταβαπτίσαμε | θα μεταβαπτίσουμε | να μεταβαπτίσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταβαπτίσατε | θα μεταβαπτίσετε | να μεταβαπτίσετε | μεταβαπτίστε | ||
| γ' πληθ. | μεταβάπτισαν μεταβαπτίσαν(ε) |
θα μεταβαπτίσουν(ε) | να μεταβαπτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταβαπτίσει | είχα μεταβαπτίσει | θα έχω μεταβαπτίσει | να έχω μεταβαπτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταβαπτίσει | είχες μεταβαπτίσει | θα έχεις μεταβαπτίσει | να έχεις μεταβαπτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταβαπτίσει | είχε μεταβαπτίσει | θα έχει μεταβαπτίσει | να έχει μεταβαπτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταβαπτίσει | είχαμε μεταβαπτίσει | θα έχουμε μεταβαπτίσει | να έχουμε μεταβαπτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταβαπτίσει | είχατε μεταβαπτίσει | θα έχετε μεταβαπτίσει | να έχετε μεταβαπτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταβαπτίσει | είχαν μεταβαπτίσει | θα έχουν μεταβαπτίσει | να έχουν μεταβαπτίσει |
| |
Μεταφράσεις
μεταβαπτίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.