μετάλλευσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετάλλευσῐς αἱ μεταλλεύσεις
      γενική τῆς μεταλλεύσεως τῶν μεταλλεύσεων
      δοτική τῇ μεταλλεύσει ταῖς μεταλλεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μετάλλευσῐν τὰς μεταλλεύσεις
     κλητική ! μετάλλευσῐ μεταλλεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεταλλεύσει
γεν-δοτ τοῖν  μεταλλευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετάλλευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μεταλλεύ(ω) + -σις

Ουσιαστικό

μετάλλευσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.