μεσοφωνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσοφωνία οι μεσοφωνίες
      γενική της μεσοφωνίας των μεσοφωνιών
    αιτιατική τη μεσοφωνία τις μεσοφωνίες
     κλητική μεσοφωνία μεσοφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσοφωνία < μεσόφωνος + -ία

Ουσιαστικό

μεσοφωνία θηλυκό

  1. (παρωχημένο, μουσικό όργανο) (φορητό) αρμόνιο
  2. (παρωχημένο, μουσικό όργανο) φυσαρμόνικα
  3. (παρωχημένο, μουσικό όργανο) ακορντεόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.