μεσανατολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσανατολικός | η | μεσανατολική | το | μεσανατολικό |
| γενική | του | μεσανατολικού | της | μεσανατολικής | του | μεσανατολικού |
| αιτιατική | τον | μεσανατολικό | τη | μεσανατολική | το | μεσανατολικό |
| κλητική | μεσανατολικέ | μεσανατολική | μεσανατολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσανατολικοί | οι | μεσανατολικές | τα | μεσανατολικά |
| γενική | των | μεσανατολικών | των | μεσανατολικών | των | μεσανατολικών |
| αιτιατική | τους | μεσανατολικούς | τις | μεσανατολικές | τα | μεσανατολικά |
| κλητική | μεσανατολικοί | μεσανατολικές | μεσανατολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεσανατολικός < Μέση Ανατολή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μεσανατολικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.