μελιτζανάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελιτζανάκι τα μελιτζανάκια
      γενική
    αιτιατική το μελιτζανάκι τα μελιτζανάκια
     κλητική μελιτζανάκι μελιτζανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελιτζανάκι < μελιτζάνα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

μελιτζανάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του μελιτζάνα
  2. (ειδικότερα) (γαστρονομία) είδος γλυκού του κουταλιού που φτιάχνεται με μελιτζανάκια (συνήθως άγουρα)
  3. (ειδικότερα) (γαστρονομία) είδος τουρσιού που φτιάχνεται με μελιτζανάκια (συνήθως άγουρα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.