μελισσουργεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μελισσουργεῖον τὰ μελισσουργεῖ
      γενική τοῦ μελισσουργείου τῶν μελισσουργείων
      δοτική τῷ μελισσουργεί τοῖς μελισσουργείοις
    αιτιατική τὸ μελισσουργεῖον τὰ μελισσουργεῖ
     κλητική ! μελισσουργεῖον μελισσουργεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελισσουργείω
γεν-δοτ τοῖν  μελισσουργείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελισσουργεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μελισσουργ(ός) + -εῖον. Μορφολογικά αναλύεται σε μελισσ- + -ουργεῖον

Ουσιαστικό

μελισσουργεῖον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.