μελισσουργός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελισσουργός οι μελισσουργοί
      γενική του μελισσουργού των μελισσουργών
    αιτιατική τον μελισσουργό τους μελισσουργούς
     κλητική μελισσουργέ μελισσουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελισσουργός < αρχαία ελληνική μελισσουργός < μέλισσα + ἔργον

Ουσιαστικό

μελισσουργός αρσενικό ή θηλυκό

  1. μελισσοκόμος
  2. (πτηνό) μελισσοφάγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.