μελανόφθαλμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελανόφθαλμος η μελανόφθαλμη το μελανόφθαλμο
      γενική του μελανόφθαλμου της μελανόφθαλμης του μελανόφθαλμου
    αιτιατική τον μελανόφθαλμο τη μελανόφθαλμη το μελανόφθαλμο
     κλητική μελανόφθαλμε μελανόφθαλμη μελανόφθαλμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελανόφθαλμοι οι μελανόφθαλμες τα μελανόφθαλμα
      γενική των μελανόφθαλμων των μελανόφθαλμων των μελανόφθαλμων
    αιτιατική τους μελανόφθαλμους τις μελανόφθαλμες τα μελανόφθαλμα
     κλητική μελανόφθαλμοι μελανόφθαλμες μελανόφθαλμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μελανόφθαλμος < μελανός + οφθαλμός

Επίθετο

μελανόφθαλμος

  • αυτός που έχει μελανούς οφθαλμούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.