μελανείμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μελανείμων | τὸ | μελανεῖμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μελανείμονος | τοῦ | μελανείμονος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μελανείμονῐ | τῷ | μελανείμονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μελανείμονᾰ | τὸ | μελανεῖμον | ||
| κλητική ὦ! | μελανεῖμον | μελανεῖμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μελανείμονες | τὰ | μελανείμονᾰ | ||
| γενική | τῶν | μελανειμόνων | τῶν | μελανειμόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μελανείμοσῐ(ν) | τοῖς | μελανείμοσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μελανείμονᾰς | τὰ | μελανείμονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | μελανείμονες | μελανείμονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελανείμονε | τὼ | μελανείμονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μελανειμόνοιν | τοῖν | μελανειμόνοιν | ||
| 3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μελανείμων, -ων, ον
- μαυροντυμένος, μαυροφορεμένος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 370 (368-371)
- δόξαι δ᾽ ἀνδρῶν καὶ μάλ᾽ ὑπ᾽ αἰθέρι σεμναὶ | τακόμεναι κατὰ γᾶς μινύθουσιν ἄτιμοι | ἁμετέραις ἐφόδοις μελανείμοσιν, ὀρχη- | σμοῖς τ᾽ ἐπιφθόνοις ποδός.
- Δόξες ανθρώπων κι αν φτάνουν περήφανες ίσα με τ᾽ άστρα | καταγής ρεύουν κι ατίμητες σβήνουν, | όταν σ᾽ άγριο βαλθούνε τα πόδια μας χορό.
- στην έκφραση μελανείμονες ἔφοδοι: οι επιθέσεις των μαυροφόρων (των Ερινύων)
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- δόξαι δ᾽ ἀνδρῶν καὶ μάλ᾽ ὑπ᾽ αἰθέρι σεμναὶ | τακόμεναι κατὰ γᾶς μινύθουσιν ἄτιμοι | ἁμετέραις ἐφόδοις μελανείμοσιν, ὀρχη- | σμοῖς τ᾽ ἐπιφθόνοις ποδός.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 2.16.13 @scaife.perseus
- ἔτι δὲ τὰ δάκρυα τῶν αἰγείρων καὶ τοὺς μελανείμονας τοὺς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῦντας, οὕς φασι τὰς ἐσθῆτας εἰσέτι νῦν φορεῖν τοιαύτας ἀπὸ τοῦ κατὰ Φαέθοντα πένθους,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Μάριος, 27.2 @scaife.perseus
- αἱ γὰρ γυναῖκες ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν μελανείμονες ἐφεστῶσαι τούς τε φεύγοντας ἔκτεινον,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 370 (368-371)
- (καθαρεύουσα)
- ※ Αίφνης εις την καμπήν της οδού διεγράφη υπό την ασθενή λάμψιν φανού πνευστιώντος η σκιά γυναικός μελανειμονούσης, ήτις βήματι ταχεί έσπευδεν ανερχομένη την αυτήν οδόν. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι, Ζ [μεταγραφή σε μονοτονικό])
Πηγές
- μελανείμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μελανείμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.