μηνίγγι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μηνίγγι | τα | μηνίγγια |
| γενική | του | μηνιγγιού | των | μηνιγγιών |
| αιτιατική | το | μηνίγγι | τα | μηνίγγια |
| κλητική | μηνίγγι | μηνίγγια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μηνίγγι
Ετυμολογία
- μηνίγγι < ελληνιστική κοινή μηνίγγιον < αρχαία ελληνική μῆνιγξ. Δείτε και μηλίγγι.
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈniŋ.ɟi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐νίγ‐γι
Ουσιαστικό
μηνίγγι ουδέτερο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.