μειδιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μειδιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μειδιῶ, συνηρημένος τύπος του μειδιάω, μορφή του μειδάω
Ρήμα
μειδιώ, -άς, ..., πρτ.: μειδίαζα, αόρ.: μειδίασα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
αρχαιόπρεπες λέξεις:
- αειμειδής, αειμειδές
- αμειδίαστα (επίρρημα)
- αμειδίαστος
- ανθυπομειδίαμα
- ανθυπομειδιώ
- μειδίαμα
- μειδίασμα
- μειδιαστικός
- μειλιχόμειδος
- προσμειδίαμα
- προσμειδιώ
- υπομειδίαμα
- υπομειδιώ
- φιλομειδής
- μειδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
μειδιώ
|
→ δείτε τη λέξη χαμογελάω |
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.