φιλομειδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φιλομειδής < φίλος + μειδάω (ή μειδιάω, -ῶ)
Επίθετο
φιλομειδής
- ο φίλος του γέλιου, ο γελαστός
- ※ Την πρωίαν η Αγγέλω φιλομειδής ευρίσκετο εις το παράθυρον του μαγειρείου καθαρίζουσα πίσα. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.