μεθεπόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεθεπόμενος | η | μεθεπόμενη | το | μεθεπόμενο |
| γενική | του | μεθεπόμενου | της | μεθεπόμενης | του | μεθεπόμενου |
| αιτιατική | τον | μεθεπόμενο | τη | μεθεπόμενη | το | μεθεπόμενο |
| κλητική | μεθεπόμενε | μεθεπόμενη | μεθεπόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεθεπόμενοι | οι | μεθεπόμενες | τα | μεθεπόμενα |
| γενική | των | μεθεπόμενων | των | μεθεπόμενων | των | μεθεπόμενων |
| αιτιατική | τους | μεθεπόμενους | τις | μεθεπόμενες | τα | μεθεπόμενα |
| κλητική | μεθεπόμενοι | μεθεπόμενες | μεθεπόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
μεθεπόμενος -η -ο
- ο αμέσως μετά τον επόμενο
- Σήμερα είναι Κυριακή. Θα τα πούμε σε 10 μέρες, τη μεθεπόμενη Τετάρτη.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μεθεπόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.