μεθειονίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεθειονίνη οι μεθειονίνες
      γενική της μεθειονίνης των μεθειονινών
    αιτιατική τη μεθειονίνη τις μεθειονίνες
     κλητική μεθειονίνη μεθειονίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεθειονίνη < μεθύλ- + θείον + κατάληξη -ίνη

Ουσιαστικό

Συντακτικός τύπος μεθειονίνης.

μεθειονίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.