μεθειονίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεθειονίνη | οι | μεθειονίνες |
| γενική | της | μεθειονίνης | των | μεθειονινών |
| αιτιατική | τη | μεθειονίνη | τις | μεθειονίνες |
| κλητική | μεθειονίνη | μεθειονίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό

Συντακτικός τύπος μεθειονίνης.
μεθειονίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, αμινοξύ)απαραίτητο αμινοξύ που περιέχει θείο με τύπο CH3-S-(CH2)2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Met ή M
Μεταφράσεις
μεθειονίνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.