μεγαλόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| *μεγαλοθρῐχ- μεγαλoτρῐχ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μεγαλόθριξ | οἱ/αἱ | μεγαλότριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | μεγαλότριχος | τῶν | μεγαλοτρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | μεγαλότριχῐ | τοῖς/ταῖς | μεγαλότριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μεγαλότριχᾰ | τοὺς/τὰς | μεγαλότριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | μεγαλόθριξ | μεγαλότριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεγαλότριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μεγαλοτρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μεγαλόθριξ (ελληνιστική κοινή) < μεγάλ(η) + -ό- + -θριξ
Ουσιαστικό
μεγαλόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή) που έχει δυνατά / χοντρά ή μακρυά μαλλιά, ο μακρυμάλλης / o μακρομάλλης
Πηγές
- μεγαλόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.