μεγαλοφυΐα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλοφυΐα οι μεγαλοφυΐες
      γενική της μεγαλοφυΐας των μεγαλοφυϊών
    αιτιατική τη μεγαλοφυΐα τις μεγαλοφυΐες
     κλητική μεγαλοφυΐα μεγαλοφυΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλοφυΐα < (ελληνιστική κοινή) μεγαλοφυΐα < μεγαλοφυής + -ία

Ουσιαστικό

μεγαλοφυΐα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του μεγαλοφυούς
  2. ο πολύ έξυπνος, ο μεγαλοφυής άνθρωπος

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.