μεγαλομάρτυρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεγαλομάρτυρας | οι | μεγαλομάρτυρες |
| γενική | του | μεγαλομάρτυρα | των | μεγαλομαρτύρων |
| αιτιατική | τον | μεγαλομάρτυρα | τους | μεγαλομάρτυρες |
| κλητική | μεγαλομάρτυρα | μεγαλομάρτυρες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεγαλομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό
- εκκλησιαστικής χρήσης χαρακτηρισμός εκείνων που έχουν βασανιστεί ιδιαίτερα και έχουν υποκύψει στα βασανιστήριά τους ή εκτελέστηκαν, επειδή αγωνίστηκαν για το χριστιανικό θρήσκευμα π.χ. ο μεγαλομάρτυρας Δημήτριος και Γεώργιος
Μεταφράσεις
μεγαλομάρτυρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.