μεγακέφαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγακέφαλος η μεγακέφαλη το μεγακέφαλο
      γενική του μεγακέφαλου της μεγακέφαλης του μεγακέφαλου
    αιτιατική τον μεγακέφαλο τη μεγακέφαλη το μεγακέφαλο
     κλητική μεγακέφαλε μεγακέφαλη μεγακέφαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγακέφαλοι οι μεγακέφαλες τα μεγακέφαλα
      γενική των μεγακέφαλων των μεγακέφαλων των μεγακέφαλων
    αιτιατική τους μεγακέφαλους τις μεγακέφαλες τα μεγακέφαλα
     κλητική μεγακέφαλοι μεγακέφαλες μεγακέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγακέφαλος < μεγα- + κεφάλι + -ος

Επίθετο

μεγακέφαλος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.