ματόφρυδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ματόφρυδο τα ματόφρυδα
      γενική του ματόφρυδου των ματόφρυδων
    αιτιατική το ματόφρυδο τα ματόφρυδα
     κλητική ματόφρυδο ματόφρυδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ματόφρυδο < ματό- + φρύδ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

ματόφρυδο ουδέτερο

  1. (ανθρώπινο σώμα) το φρύδι
  2. η περιοχή του προσώπου που περικλείει το μάτι και το φρύδι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.