ματσούκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματσούκα οι ματσούκες
      γενική της ματσούκας
    αιτιατική τη ματσούκα τις ματσούκες
     κλητική ματσούκα ματσούκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ματσούκα < μεσαιωνική ελληνική ματσούκιον < βυζαντινός τύπος ματζούκα < μάλλον λατινική mazzoca

Ουσιαστικό

ματσούκα θηλυκό και ματσούκι ουδέτερο

  1. ραβδί από χοντρό ξύλο, σαν μαγκούρα, για να στηρίζεται κάποιος αλλά και για να χτυπάει
  2. κάτι μακρύ και δυνητικά επικίνδυνο, πάντως άκομψο και άχρηστο και αναλογικά, μεγάλο
    Πάρε αυτή τη ματσούκα από εδώ μέσα
  3. παλούκι
  4. το γεννητικό όργανο των γαϊδάρων και όχι μόνον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.