ματσακόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ματσακόνι τα ματσακόνια
      γενική του ματσακονιού των ματσακονιών
    αιτιατική το ματσακόνι τα ματσακόνια
     κλητική ματσακόνι ματσακόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ματσακόνι αβέβαιης ετυμολογίας < πιθανότατα, μάτσα (σφυρί, βαριοπούλα) + ακόνι. Κατ' άλλη άποψη, ίσως μεσαιωνική ελληνική ματσακάνα (μεγάλη πέτρα) με παρετυμολογική σύνδεση προς το ακόνι.[1]

Ουσιαστικό

ματσακόνι ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος) ειδικό εργαλείο, σφυρί, που χρησιμοποιείται για τον αποχρωματισμό και αφαίρεση σκουριάς από μεταλλικές επιφάνειες, και τα δύο άκρα του είναι πεπλατυσμένα όπως τα καλέμια, το μεν ένα οριζόντιο το δε άλλο κάθετο

Παράγωγα

Σύνθετα

Σημειώσεις

  • υποχρεωτικά στα δεξαμενόπλοια το εργαλείο αυτό είναι από ορείχαλκο, μπρούτζινο, προς αποφυγή σπινθήρων καλούμενο και μπρας χάμερ (brass hammer), η δε χρήση του γίνεται με προστατευτικά γυαλιά.

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.