μασῶμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μασῶμαι < αρχαία ελληνική μασάομαι-μασῶμαι

Ρήμα

μασῶμαι

  1. το μασώμαι (και μασιέμαι) στην καθαρεύουσα αλλά και γενικά στο πολυτονικό σύστημα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

μασῶμαι

  1. συνηρημένη μορφή του μασάομαι

 δείτε τη λέξη μασάομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.