μαστάζω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ρήμα
μαστάζω
( &
μασάομαι
)
άλλη μορφή του
μασάομαι
-μασῶμαι
Συγγενικά
μάσταξ
(μπουκιά, σαγόνι)
μαστιχάω
και
μαστίχη
(σχίνος για "
τσίχλα
")
από το
μασάομαι
,
μάσημα
(κάτι που μπορείς να μασηθεί)
μάσησις
μασητήρ
(που ενεργεί κατά τη
μάσηση
)
→
δείτε
τη
λέξη
μασάομαι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.