μαστρωπός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μαστρωπός | οι | μαστρωποί |
| γενική | του/της | μαστρωπού | των | μαστρωπών |
| αιτιατική | τον/τη | μαστρωπό | τους/τις | μαστρωπούς |
| κλητική | μαστρωπέ | μαστρωποί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.