μαστροδούλεφτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαστροδούλεφτος | η | μαστροδούλεφτη | το | μαστροδούλεφτο |
| γενική | του | μαστροδούλεφτου | της | μαστροδούλεφτης | του | μαστροδούλεφτου |
| αιτιατική | τον | μαστροδούλεφτο | τη | μαστροδούλεφτη | το | μαστροδούλεφτο |
| κλητική | μαστροδούλεφτε | μαστροδούλεφτη | μαστροδούλεφτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαστροδούλεφτοι | οι | μαστροδούλεφτες | τα | μαστροδούλεφτα |
| γενική | των | μαστροδούλεφτων | των | μαστροδούλεφτων | των | μαστροδούλεφτων |
| αιτιατική | τους | μαστροδούλεφτους | τις | μαστροδούλεφτες | τα | μαστροδούλεφτα |
| κλητική | μαστροδούλεφτοι | μαστροδούλεφτες | μαστροδούλεφτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μαστροδούλεφτος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) αυτός που τον έχει επεξεργαστεί κάποιος επιδέξια, με μαεστρία, ο πολύ καλά δουλεμένος
Μεταφράσεις
μαστροδούλεφτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.