μαστούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαστούρα | οι | μαστούρες |
| γενική | της | μαστούρας | — | |
| αιτιατική | τη | μαστούρα | τις | μαστούρες |
| κλητική | μαστούρα | μαστούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαστούρα < μαστούρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -α
Ουσιαστικό
μαστούρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η νάρκωση που προκύπτει από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το μαστούρωμα
- (λαϊκότροπο) μαστουρωμένος
- (λαϊκότροπο) ναρκομανής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.