μαστοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαστοφόρος | η | μαστοφόρος & μαστοφόρα |
το | μαστοφόρο |
| γενική | του | μαστοφόρου | της | μαστοφόρου & μαστοφόρας |
του | μαστοφόρου |
| αιτιατική | τον | μαστοφόρο | τη | μαστοφόρο & μαστοφόρα |
το | μαστοφόρο |
| κλητική | μαστοφόρε | μαστοφόρε & μαστοφόρα |
μαστοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαστοφόροι | οι | μαστοφόροι & μαστοφόρες |
τα | μαστοφόρα |
| γενική | των | μαστοφόρων | των | μαστοφόρων | των | μαστοφόρων |
| αιτιατική | τους | μαστοφόρους | τις | μαστοφόρους & μαστοφόρες |
τα | μαστοφόρα |
| κλητική | μαστοφόροι | μαστοφόροι & μαστοφόρες |
μαστοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μαστοφόρος, -ος/-α, -ο (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό του ουδετέρου, τα μαστοφόρα)
- πλάσμα που φέρει μαστούς, θηλαστικό
Μεταφράσεις
μαστοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.