μαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαστικός η μαστική το μαστικό
      γενική του μαστικού της μαστικής του μαστικού
    αιτιατική τον μαστικό τη μαστική το μαστικό
     κλητική μαστικέ μαστική μαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαστικοί οι μαστικές τα μαστικά
      γενική των μαστικών των μαστικών των μαστικών
    αιτιατική τους μαστικούς τις μαστικές τα μαστικά
     κλητική μαστικοί μαστικές μαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαστικός < μαστός + -ικός

Επίθετο

μαστικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με το μαστό
    μαστικός ιστός, μαστική μάζα, μαστικός όγκος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.