μασίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μασίστας οι μασίστες
      γενική του μασίστα των μασιστών
    αιτιατική τον μασίστα τους μασίστες
     κλητική μασίστα μασίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μασίστας < από το Μασίστας < Maciste, το όνομα ήρωα ιταλικών ταινιών από 1914 έως τη δεκαετία του 1960

Ουσιαστικό

μασίστας αρσενικό

  • πάρα πολύ δυνατός
    Ο μασίστας που έσπαγε μάρμαρα με το κεφάλι και περνούσαν από πάνω του τριαξονικά φορτηγά...[1]

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.