κουταλιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουταλιανός οι κουταλιανοί
      γενική του κουταλιανού των κουταλιανών
    αιτιατική τον κουταλιανό τους κουταλιανούς
     κλητική κουταλιανέ κουταλιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παναγής Κουταλιανός < Νέα Κούταλη Λήμνου

Ουσιαστικό

ο κουταλιανός (el) αρσενικό
η κουταλιανή (el) θηλυκό

ορισμός:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.