μαρτυριάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρτυριάρικος η μαρτυριάρικη το μαρτυριάρικο
      γενική του μαρτυριάρικου της μαρτυριάρικης του μαρτυριάρικου
    αιτιατική τον μαρτυριάρικο τη μαρτυριάρικη το μαρτυριάρικο
     κλητική μαρτυριάρικε μαρτυριάρικη μαρτυριάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρτυριάρικοι οι μαρτυριάρικες τα μαρτυριάρικα
      γενική των μαρτυριάρικων των μαρτυριάρικων των μαρτυριάρικων
    αιτιατική τους μαρτυριάρικους τις μαρτυριάρικες τα μαρτυριάρικα
     κλητική μαρτυριάρικοι μαρτυριάρικες μαρτυριάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαρτυριάρικος < μαρτυριάρης

Επίθετο

μαρτυριάρικος, -η, -ο

  1. σχετικός με τον μαρτυριάρη
  2. που μοιάζει με τον μαρτυριάρη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.