μαρμαρογλυφείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρμαρογλυφείο τα μαρμαρογλυφεία
      γενική του μαρμαρογλυφείου των μαρμαρογλυφείων
    αιτιατική το μαρμαρογλυφείο τα μαρμαρογλυφεία
     κλητική μαρμαρογλυφείο μαρμαρογλυφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρμαρογλυφείο < μαρμαρογλυφεῖον στην καθαρεύουσα < μαρμαρογλύφος < μάρμαρο και (ελληνιστική κοινή) γλυφεύς < αρχαία ελληνική γλύφω)

Ουσιαστικό

μαρμαρογλυφείο ουδέτερο

  1. χώρος λείανσης, γυαλίσματος και γενικά επεξεργασίας του μαρμάρου
  2. χώρος γλυπτικής σε μάρμαρο, ατελιέ γλύπτη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.